- ξεμπαρκάρισμα
- το, -ατος1. αποβίβαση από το πλοίο.2. απομάκρυνση από τη ναυτική ζωή.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ξεμπαρκάρισμα — το [ξεμπαρκάρω] 1. (για επιβάτες ή για αντικείμενα) αποβίβαση με βάρκα από πλοίο 2. (για ναυτικό) διακοπή τής εργασίας σε πλοίο … Dictionary of Greek
αποβίβαση — η το ξεμπαρκάρισμα των επιβατών ή η εκφόρτωση των εμπορευμάτων: Η αποβίβαση των επιβατών έγινε πολύ γρήγορα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
απόβαση — η 1. (σπάνια και μόνο για έμψυχα), η έξοδος από το πλοίο στην ξηρά, το ξεμπαρκάρισμα: Σε λίγο, έλεγαν, θα άρχιζε η απόβαση των επιβατών. 2. (συνηθισμένη χρήση), επιθετική ενέργεια που στρέφεται εναντίον ακτής την οποία κατέχει ο εχθρός: Η απόβαση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)